- πλακώδους
- πλακώδηςlaminatedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρκίνωμα — Κακοήθη νεοπλάσματα, που προέρχονται από επιθηλιακά κύτταρα. Τα νεοπλάσματα που συναντώνται συχνά στους πνεύμονες, στον τράχηλο της μήτρας, στους μαστούς, στο στομάχι, στον προστάτη κλπ. είναι σχεδόν πάντα κ. βασικοκυττταρικό κ. Τύπος καρκίνου… … Dictionary of Greek
κεράτωση ή κερατίνωση — Δερματική νόσος. Χαρακτηρίζεται από περιγεγραμμένη πάχυνση της κερατίνης στιβάδας της επιδερμίδας και οφείλεται σε υπερπλασία (έντονη ανάπτυξη) ή σε αυξημένη συνοχή της. Το δέρμα, που προσβάλλεται από κ., απολεπίζεται πέντε ή δέκα φορές πιο αργά… … Dictionary of Greek